εξαμβλώνω

εξαμβλώνω
[-й (ο )] μετ. делать аборт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εξαμβλώνω" в других словарях:

  • εξαμβλώνω — (AM ἐξαμβλῶ, έω) [αμβλώ] προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή τού εμβρύου («σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.) 2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι… …   Dictionary of Greek

  • εξαμβλώνω — εξάμβλωσα, μτβ., προξενώ άμβλωση, προκαλώ έκτρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτιτρώσκω — ἐκτιτρώσκω (Α) 1. γεννώ πρόωρα, κάνω αποβολή, αποβάλλω 2. επιχειρώ να προκαλέσω αποβολή, έκτρωση 3. εξαμβλώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαμβλωτικός — ή, ό [εξαμβλώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση ή γίνεται με εξάμβλωση 2. αυτός που προκαλεί εξάμβλωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»